πυκνοφυτεύω

πυκνοφυτεύω
πυκνοφύτεψα, πυκνοφυτεύτηκα, πυκνοφυτεμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυκνοφυτεύω — Ν 1. φυτεύω πολλά δέντρα σε λίγο χώρο 2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πυκνοφυτεμένος, η, ο (για έκταση) αυτός που έχει πυκνή βλάστηση …   Dictionary of Greek

  • καταφυτεύω — (AM καταφυτεύω) (επιτ. τ. τού φυτεύω) γεμίζω έναν τόπο με φυτείες, πυκνοφυτεύω αρχ. 1. μτφ. 1. καθιδρύω, εγκαθιστώ 2. μετοικίζω 3. εγκλιματίζω, μεταφυτεύω ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλον («τὴν ἄμπελον... Μακεδόνες κατεφύτευσαν κἀκεῑ καὶ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”